- ανάτριχος
- -η, -ο (Μ ἀνάτριχος, -η, -ον) [θριξ, τρίχα]1. αυτός που ανατριχιάζει, που έχει τις τρίχες σηκωμένες2. αυτός που προκαλεί ανατριχίλα3. επίρρ. ανάτριχαα) με τις τρίχες σηκωμένεςβ) αντίθετα από τη φορά των τριχών, κόντρα.
Dictionary of Greek. 2013.